- στερνοτύπτης
- στερνοτύπτηςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στερνοτύπτης — ὁ, Α αυτός που χτυπά το στήθος του, στερνοκτύπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + τύπτης (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. μητρο τύπτης] … Dictionary of Greek
στερνοτυπτούμαι — έομαι, Α [στερνοτύπτης] στερνοτυποῡμαι* … Dictionary of Greek